- αὐτοχειροτόνητος
- αὐτοχειροτόνητοςself-electedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοχειροτόνητος — η, ο αυτός που χειροτονήθηκε μόνος του, αυτός που δίνει στον εαυτό του αξίωμα το οποίο δεν απόχτησε νόμιμα: Είναι αυτοχειροτόνητος αρχηγός κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοχειροτόνητον — αὐτοχειροτόνητος self elected masc/fem acc sg αὐτοχειροτόνητος self elected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχειροτονήτοις — αὐτοχειροτόνητος self elected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχειροτονήτους — αὐτοχειροτόνητος self elected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοχειροτόνητοι — αὐτοχειροτόνητος self elected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԱԼ — ( ) NBH 1 0859 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԱԼ ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԼԻ. αὑτοχειροτόνητος a se ordinatus, vel creatus. Անձամբ յանձնէ ձեռնադրեալ. ինքնին ձեռներէց ʼի սուրբ կարգ կամ ʼի պատիւ. ինքիր գլխուն ձեռնադրուած. ... *Դիմոփիլոս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԼԻ — ( ) NBH 1 0859 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԱԼ ԻՆՔՆԱՁԵՌՆԱԴՐԵԼԻ. αὑτοχειροτόνητος a se ordinatus, vel creatus. Անձամբ յանձնէ ձեռնադրեալ. ինքնին ձեռներէց ʼի սուրբ կարգ կամ ʼի պատիւ. ինքիր գլխուն ձեռնադրուած. ... *Դիմոփիլոս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)